θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ο, Νπόλεμος μεταξύ ή εναντίον συμμοριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορίτης + πόλεμος (πρβλ. ανταρτοπόλεμος)].