συμμορίτης

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμορίτης Medium diacritics: συμμορίτης Low diacritics: συμμορίτης Capitals: ΣΥΜΜΟΡΙΤΗΣ
Transliteration A: symmorítēs Transliteration B: symmoritēs Transliteration C: symmoritis Beta Code: summori/ths

English (LSJ)

[ι], ου, ὁ, member of a συμμορία, Hyp.Fr.146, Poll.3.53, Harp. s.v. συμμορία.

German (Pape)

[Seite 983] ὁ, Mitglied einer συμμορία, Poll, 8, 144.

Greek (Liddell-Scott)

συμμορίτης: [ῑ], -ου, ὁ, μέλος συμμορίας, Πολυδ. Γ΄, 53.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, θηλ. συμμορίτισσα Ν
νεοελλ.
μέλος συμμορίας
αρχ.
μέλος καθεμιάς από τις φορολογούμενες ομάδες στις οποίες ήταν διαιρεμένοι οι ευπορότεροι Αθηναίοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ἐρημίτης)].