συμμορίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ι], ου, ὁ, member of a συμμορία, Hyp.Fr.146, Poll.3.53, Harp. s.v. συμμορία.
German (Pape)
[Seite 983] ὁ, Mitglied einer συμμορία, Poll, 8, 144.
Greek (Liddell-Scott)
συμμορίτης: [ῑ], -ου, ὁ, μέλος συμμορίας, Πολυδ. Γ΄, 53.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. συμμορίτισσα Ν
νεοελλ.
μέλος συμμορίας
αρχ.
μέλος καθεμιάς από τις φορολογούμενες ομάδες στις οποίες ήταν διαιρεμένοι οι ευπορότεροι Αθηναίοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμμορία + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ἐρημίτης)].