συμποσιαστής

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source

German (Pape)

[Seite 989] ὁ, der mittrinkt u. mitschmauset, der Gast, Sp.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμποσιάζω
αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
αρχ.
μέλος θρησκευτικού ομίλου.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμποσιάζω
αυτός που μετέχει σε συμπόσιο
αρχ.
μέλος θρησκευτικού ομίλου.