συναλθάσσομαι

From LSJ
Revision as of 12:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].

Greek Monolingual

Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].