σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
Ασυνάλθομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].