συναλθάσσομαι
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
v. συνάλθομαι, Hp. Fract. 9.
Greek Monolingual
Α
συνάλθομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀλθάσσομαι, άλλος τ. του ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αλθάσσομαι genezen. Hp. Fract. 9.