συνδαυλίζω
From LSJ
Sophocles, Antigone, 523
Greek Monolingual
και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν
1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ
2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»].
Greek Monolingual
και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν
1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ
2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»].