στύπη

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "————————" to "<br />")

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

German (Pape)

[Seite 959] ἡ, auch στύππη, Werg, der grobe Theil des Flachses od. Hanssteugels, der sich zunächst an der harten, holzigen Rinde στύπος befindet, stupa, vgl. Lob. Phryn. 261.

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βοτ. βλ. στύπα.
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «στύπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. στύπος (Ι) κατά τα θηλ.].

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βοτ. βλ. στύπα.
(II)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «στύπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. στύπος (Ι) κατά τα θηλ.].