συγκραδαίνω

Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A shake together, Arist.Mu.395b33:—Pass., Hypsae. ap.Stob.4.31.45.

German (Pape)

[Seite 969] mit od. zugleich schwingen, erschüttern, Arist. de mundo 4 p. 395.

Greek (Liddell-Scott)

συγκρᾰδαίνω: κραδαίνω, σείω ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 29. ― Παθ., σείομαι, τρέμω ὁμοῦ, Ὑψαῖος παρὰ Στοβ. 505. 50.

Greek Monolingual

Α
κραδαίνω, σείω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κραδαίνω «δονώ, ταρακουνώ»].

Greek Monolingual

Α
κραδαίνω, σείω κάτι μαζί με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κραδαίνω «δονώ, ταρακουνώ»].

Russian (Dvoretsky)

συγκρᾰδαίνω: сотрясать (τι Arst.).