συκαστής
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= συκοφάντης, EM733.55: fem. σῡκ-άστρια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 973] ὁ, der Feigenpflücker. – Auch = συκοφάντης, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκαστής: -οῦ, ὁ, = συκοφάντης, Ἐτυμ. Μέγ.· ― θηλ. συκάστρια, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ό, θηλ. συκάστρια, Α συκάζω
(κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο συκοφάντης, δηλαδή αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων.
Greek Monolingual
ό, θηλ. συκάστρια, Α συκάζω
(κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) ο συκοφάντης, δηλαδή αυτός που κατήγγελλε τους κλέφτες ή τους λαθρεμπόρους σύκων.