συνεκπίνω
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ],
A drink off together, τὸ κέρας X.An.7.3.32.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπίνω: [ῑ], ἐκπίνω, συνεξέπιε τὸ κέρας Ξεν. Ἀναβ. 7. 3, 32.
French (Bailly abrégé)
boire jusqu’à la dernière goutte ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐκπίνω.
Greek Monolingual
Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].
Greek Monolingual
Α
πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].
Greek Monotonic
συνεκπίνω: [ῑ], μέλ. -πίομαι, πίνω, ρουφώ μέχρι τέλους, «στραγγίζω» από κοινού, σε Ξεν.