τρισευδαίμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A thrice-happy, B.3.10, Luc.Sacr.2, Merc.Cond.3, etc.
Greek (Liddell-Scott)
τρισευδαίμων: -ον, τρὶς εὐδαίμων, πάνυ εὐδαίμων, ὡς τὸ τρισόλβιος, τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
(trois fois, càd) tout à fait heureux.
Étymologie: τρίς, εὐδαίμων.
Greek Monolingual
-ονος, -ον, Α
ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐδαίμων «ευτυχής»].
Greek Monotonic
τρισευδαίμων: -ον, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Λουκ.