τρισευδαίμων

Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A thrice-happy, B.3.10, Luc.Sacr.2, Merc.Cond.3, etc.

Greek (Liddell-Scott)

τρισευδαίμων: -ον, τρὶς εὐδαίμων, πάνυ εὐδαίμων, ὡς τὸ τρισόλβιος, τρίσμακαρ, Λουκ. περὶ Θυσιῶν 2, περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
(trois fois, càd) tout à fait heureux.
Étymologie: τρίς, εὐδαίμων.

Greek Monolingual

-ονος, -ον, Α
ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐδαίμων «ευτυχής»].

Greek Monotonic

τρισευδαίμων: -ον, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Λουκ.