ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
το / φοινίκιον, ΝΜΑ, και φοινίκιν Μ [[φοῖνιξ (III), -οίνικος]]
είδος φοινικοειδούς φυτού, η χουρμαδιά
νεοελλ.
1. ο καρπός του παραπάνω φυτού, ο χουρμάς
2. είδος γλυκίσματος, το μελομακάρονο
αρχ.
κρασί από τους καρπούς του φυτού αυτού.