φοινίκιον
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
τό,
A = φοῖνιξ B. 11.3, POxy.1656.12 (iv/v A.D.), etc.
II = φοῖνιξ B. IV, Arist.Pr.918b8.
III palm-wine(?), Supp.Epigr.1.414.5 (Crete, v/iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 1295] τό, ein von den Phöniciern erfundenes musikalisches Instrument.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, ΜΑ
βλ. φοινίκι.
(II)
τὸ, Α
βλ. φοινίκιος.
(III)
τὸ, Α [[φοῖνιξ (II), -οίνικος]]
είδος μουσικού οργάνου, φοῖνιξ (II).
Russian (Dvoretsky)
φοινίκιον: τό Arst. = φοῖνιξ IV.