ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
-ές, Ααυτός που έχει τριπλή λαμπρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. τετραυγής].