υπνώ
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
(I)
-έω, Α
υπνώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. αμφβλ. τ. σχηματισμένος από την λ. ὕπνος αντί του ὑπνῶ, -όω].
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. υπνώνω.