τετραμελής

From LSJ
Revision as of 13:25, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέλητετραμελής σπείρα ληστών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. εξαμελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Ιω. Α. Σούτζο].