Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
χαλκεόπους: χαλκόπους, Εὐστ. Πονημάτ. σ. 56, 75, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 866.
-οδος, ὁ, ἡ, Μ
χαλκόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. χαλκόπους].