Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τοξίτις

From LSJ
Revision as of 11:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
1. (συν. σε συνεκφορά με το νευρά) η χορδή του τόξου
2. προσωνυμία της Αρτέμιδος στην Κω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. -ῖτις, -ίτιδος (πρβλ. στεφανῖτις].