θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death
Α δίδωμιπαραχωρώ κάποιον για να σώσω έναν άλλο («πρὸ πάντων μίαν ὑπερδοῡναι θανεῖν», Ευρ.).