τριτώ

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῑτώ Medium diacritics: τριτώ Low diacritics: τριτώ Capitals: ΤΡΙΤΩ
Transliteration A: tritṓ Transliteration B: tritō Transliteration C: trito Beta Code: tritw/

English (LSJ)

ἡ,

   A = κεφαλή, v. Τριτογένεια.    II Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, AP6.194.

Greek (Liddell-Scott)

τρῑτώ: ἡ, = κεφαλή, ἴδε ἐν λ. Τριτογένεια. ΙΙ. Τρῑτώ, οῦς, ἡ, = Τριτογένεια, Ἀνθ. Π. 6, 194.

Greek Monolingual

(I)
-άω, Α τρίτος
(για τη νέα σελήνη) είμαι τριών ημερών.
(II)
ἡ, Α
1. το κεφάλι
2. ως κύρ. όν. Τριτώ
η Τριτογένεια, η Αθηνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το κύριο όν. Τριτώ ως προσωνυμία της Αθηνάς είναι υποκορ. σχηματισμός με απόσπαση του α' συνθετικού της λ. Τριτογένεια και επίθημα -ώ, που εμφανίζεται σε θηλ. ονόματα (πρβλ. Λητ-ώ). Το προσηγορικό τριτώ, εξάλλου, έχει θεωρηθεί αιολ. τ. με σημ. «κεφαλή», αν και πρόκειται μάλλον για αμφίβολη λ.].