σφαιρόμορφος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρόμορφος: -ον, ὁ ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής, Στέφαν. Ἀλεξ. ἐν Ideler Phys. 2. 206.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει μορφή σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].
German (Pape)
von Kugelgestalt, Sp.