τελετουργός
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1086] eine Weihe, Einweihung vollbringend, einweihend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τελετουργός: -όν, ὁ ἐνεργῶν διὰ μέσου τελετῶν, Διον. Ἀρεοπ.
Greek Monolingual
-όν, Α
ιερουργός, μυσταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ιερουργός].