φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Α(κατά τον Ησύχ.) ὑοβοσκός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -βότης (< βόσκω), πρβλ. ιπποβότης].