ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
Α(κατά τον Ησύχ.) ὑοβοσκός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -βότης (< βόσκω), πρβλ. ιπποβότης].