τρίχρωμος

From LSJ
Revision as of 04:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

German (Pape)

[Seite 1150] = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχρωμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά-χρωμος].

Russian (Dvoretsky)

τρίχρωμος: (ῐ) трехцветный Luc.