τρίχρωμος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
German (Pape)
[Seite 1150] = Vor., Luc. D. Meretr. 9, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίχρωμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τρία χρώματα, τρίχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. τετρά-χρωμος].
Russian (Dvoretsky)
τρίχρωμος: (ῐ) трехцветный Luc.