χειροέρκτης
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
English (LSJ)
χειρουργός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
χειροέρκτης: «χειρουργὸς» Ἡσύχ., ἴδε χειρορρέκτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. χειρορρέκτης.