συνευφραίνομαι
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
Pass.,
A rejoice together, D.H.Rh.2.5, Ph.1.405; μετὰ γυναικός LXX Pr.5.18; τινι with one, D.18.217, Hdn.2.8.9.
Greek (Liddell-Scott)
συνευφραίνομαι: Παθ., εὐφραίνομαι ὁμοῦ, «μὴ αὐτῶν ἀφ’ ἑαυτοῦ εὐφραινομένων, ἀλλ’ ἐχόντων καὶ τοὺς συνευφραινομένους» Διον. Ἁλ. Ρητ. 2. 5· τινι, μετά τινος, Ἡρῳδιαν. 2. 8.
Greek Monolingual
ΜΑ εὐφραίνομαι
ευφραίνομαι κι εγώ μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
ΜΑ εὐφραίνομαι
ευφραίνομαι κι εγώ μαζί με άλλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ευφραίνομαι [σύν, εὐφραίνω] samen vrolijk zijn met, met dat.