συντράχηλος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with head sunk between shoulders, Philostr. Gym.35.
Greek Monolingual
-ον, Α
κοντολαίμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τράχηλος (πρβλ. περι-τράχηλος)].