κοντολαίμης

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

Greek Monolingual

-α, -ικο και κοντόλαιμος, -η, -ο
αυτός που έχει κοντό λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -λαίμης (< λαιμός), πρβλ. κοκκινολαίμης, μακρυλαίμης].