κοντολαίμης

From LSJ

Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut

Menander, Monostichoi, 133

Greek Monolingual

-α, -ικο και κοντόλαιμος, -η, -ο
αυτός που έχει κοντό λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -λαίμης (< λαιμός), πρβλ. κοκκινολαίμης, μακρυλαίμης].