Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
η, Ντρυφερότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμάδα)].