υπουργείο
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
Greek Monolingual
το, Ν
1. το σύνολο τών δημοσίων υπηρεσιών ενός κλάδου που έχουν ως επικεφαλής έναν υπουργό («υπουργείο εθνικής οικονομίας»)
2. το σύνολο τών πολιτικών και διοικητικών καθηκόντων ενός υπουργού
3. το κτήριο, στο οποίο στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες κάθε υπουργείου
4. (παλαιότερα) το σύνολο τών υπουργών, η κυβέρνηση («το υπουργείο του Ελευθερίου Βενιζέλου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπουργός + κατάλ. -είο (πρβλ. ξυλουργείο). Η λ., στον λόγιο τ. υπουργείον, μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα της προσωρινής διοικήσεως της Ελλάδος].