ἄπληγος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (πληγή)
A not smitten with disease, etc., PMag.Par. 1.1063.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπληγος: -ον, (πληγὴ) ὁ μὴ πλησσόμενος, ὁ προπεφυλαγμένος ἐκ κτυπημάτων, «ὁ πνεύμων ὥσπερ στρῶμα ἁπαλόν… ἄπληγον αὐτήν (τὴν καρδίαν) διατηρεῖ καὶ ἀβλαβῆ» Μελέτιος ἐν Ἀνεκδ. Ὀξ. 3. 41. ― Ἐπίρρ. -γως Ἀχμ. Ὀνειρ. 251.