φαρμακοθήκη

Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ἡ,

   A medicine-chest, POsl. 54.6 (ii/iii A. D.), Cat.Cod.Astr.1.104.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμακοθήκη: ἡ, θήκη φαρμάκων, Σωφρ. Ἱεροσ. ἐν Spicil. Rom. τ. III, σ. 158.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
κιβώτιο ή ερμάριο κατάλληλο για τη φύλαξη φαρμάκων μέσα στο σπίτι, φαρμακείο
μσν.-αρχ.
θήκη για φάρμακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + θήκη.