χαλκόδεσμος
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
-ον, Α
χαλκόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + δεσμός (πρβλ. κεφαλό-δεσμος, σιδηρό-δεσμος)].
German (Pape)
= χαλκόδετος, Hesych.