χαλκόδετος
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
χαλκόδετον, bronze-bound, σάκη A.Th.160 (lyr.); κοτύλαι Id.Fr.57.6 (anap.); αὐλαί S.Ant.945 (lyr.); ἔμβολα E.Ph.114 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1331] mit Erz od. Kupfer gebunden, befestigt, in Erz gefaßt; σάκη Aesch. Spt. 145; κοτύλαι frg. 51 bei Ath. 479 b; αὐλαί Soph. Ant. 936; ἔμβολα Eur. Phoen. 115; πέδη Mel. 52 (V, 179).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enchaîné par des liens d'airain.
Étymologie: γλώχιν, δέω.
Russian (Dvoretsky)
χαλκόδετος: отделанный медью или оправленный в медь (σάκος Aesch.; αὐλαί Soph.; ἔμβολα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκόδετος: -ον, ὁ διὰ χαλκοῦ δεδεμένος, σάκος Αἰσχύλ. Θήβ. 160. κοτύλαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55· αὐλοὶ Σοφ. Ἀντιγ. 945· ἔμβολα Εὐρ. Φοίν. 114· ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει ὡσαύτως χαλκοδεσμωτήρ, -δεσμήτωρ, μετὰ τῆς ἑρμηνείας χαλκόδεσμος.
Greek Monolingual
-η, -ο / χαλκόδετος, -ον, ΝΜΑ
δεμένος με χάλκινα ελάσματα («χαλκόδετ' ἔμβολα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αἰχμόδετος, λινόδετος].
Greek Monotonic
χαλκόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με χαλκό, σε Τραγ.