ἀποθαρρύνω

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A encourage, τοὺς φίλους App.Hann.12.

Greek Monolingual

ἀποθαρρύνω) θαρρύνω
νεοελλ.
προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω
αρχ.
ενθαρρύνω, παροτρύνω.