ἀποθαρρύνω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
encourage, τοὺς φίλους App.Hann.12.
Greek Monolingual
(Α ἀποθαρρύνω) θαρρύνω
νεοελλ.
προκαλώ σε κάποιον αποθάρρυνση, τον αποκαρδιώνω
αρχ.
ενθαρρύνω, παροτρύνω.
German (Pape)
ermutigen, App.