ἀπολειπτέον
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
(ἀπολείπομαι)
A one must stay behind, X.Oec.7.38. 2 (from Act.) one must leave behind, Hld.2.17; one must desert, abandon, οὐκ ἀ. Plu.2.263f; one must omit, pass over, Jul.Or. 3.106c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολειπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπολείπομαι, πρέπει τις νὰ μείνῃ ὀπίσω, Ξεν. Οἰκ. 7. 38. 2) ἐκ τοῦ ἐνεργ., πρέπει τις νὰ ἀφήσῃ ὀπίσω, Ἡλιόδ. 2. 17.