Κοραγοί

From LSJ
Revision as of 21:35, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

Κοραγοί, οἱ (Α)
οι ιερείς που τελούσαν την εορτή τών Κοραγίων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κόρη (προσωνυμία της Περσεφόνης) + -αγοί, πληθ. του -αγός (< ἀγός < ἄγω), πρβλ. λοχ-αγός, στρατ-αγός].