Ιουδαίος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ο, θηλ. -α
(ΑΜ Ἰουδαῑος)
1. αυτός που ανήκει στον ιουδαϊκό λαό, στην ιουδαϊκή κοινότητα
2. φρ. «περιπλανώμενος Ιουδαίος»
α) το μυθ. πρόσωπο Αχασβήρος
β) κάθε άνθρωπος που μετακινείται διαρκώς χωρίς να ησυχάζει και να διαμένει μονίμως κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. εβρ. Yěhūdhī < εβρ. κύριο όν. Yěhūdhā (Ιούδας, ο γιος του Ιακώβ και γενάρχης μιας από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)].