άκατος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63

Greek Monolingual

η (και σπάνια, ο) (Α ἄκατος)
μικρό σκάφος
αρχ.
1. ελαφρό πλοίο
«ἐν τῇσι σιταγωγοῑσι ἀκάτοισι» (Ηρόδ. 7. 186)
2. πλοίο γενικά
«ποντοπόρους θοὰς ἀκάτους» (Ευρ. Εκ. 446)
3. είδος ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Αναπόδεικτη είναι η δυνατή ίσως σύνδεση της λ. με τη ρίζα ἀκ- (πρβλ. ἀκή) < ΙΕ ak- «οξύς, μυτερός». Πιθανή είναι ακόμη η σύνδεση της λ. με τη γλώσσα του Ησυχίου κητήνη
«πλοῖον μέγα ὡς κῆτος». Πιθανότερο όμως φαίνεται ότι είναι δάνειο της Ελληνικής, εφόσον μάλιστα πρόκειται για τεχνικό όρο].