αεριόφως

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source

Greek Monolingual

(-ωτος), το
1. το φως που παράγεται από το φωταέριο
2. το ίδιο το φωταέριο (αλλ. γκάζι).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέριο + φως
απόδοση στα Ελληνικά ξέν. όρου, πρβλ. αγγλ. gaslight].