αμφιελίσσω
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
Greek Monolingual
ἀμφιελίσσω (Α)
περιελίσσω, περιτυλίγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + ἑλίσσω < ἕλιξ (πρβλ. και ἀμφελίσσω).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιελικτός, ἀμφιέλισσα.