ἀμφιελικτός
From LSJ
English (LSJ)
ἀμφιελικτόν, revolving, of stars, Arat.378; winding, περίπλοος D.P.466. ἀμφιέλισσα, ἡ, (ἑλίσσω) Ep. Adj., only fem., in Hom. always of ships, Il.2.165,al., either curved at both ends (or on both sides), or wheeling either way, handy; in late Ep., twisting, doubling, ἱμάσθλη ἀ. Nonn. D. 48.328; μίτρη Jo.Gaz.1.319; wavering, doubtful, ἀοιδή Tryph.667.
Greek Monolingual
ἀμφιελικτός, -ον (Α)
(για τους αστέρες) ο περιστρεφόμενος κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφιελίσσω
πρβλ. και ἀμφελικτός].