αιμοποιητικός

Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με την αιμοποίηση
«αιμοποιητικά όργανα» (βλ. αιμοποίηση).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ελληνογενές < αίμα + -ποιητικός < αιμοποίησις (-η)
πρβλ. αγγλ. hemopoietic (< hemopoiesis)].