γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
ἁλώω: ἴδε ἐν λ. ἁλίσκομαι.
sbj. ao.2 épq. de ἁλίσκομαι.
see ἁλίσκομαι. ἄμ, ἀμ: see ἀνά.
ἁλώω: Επικ. αντί ἁλῶ, υποτ. αορ. βʹ του ἁλίσκομαι.
ἁλώω: эп. 1 л. sing. aor. conjct. к ἁλίσκομαι.