ἀμπελοεργός
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
ὁ,
A = ἀμπελουργός, AP 6.56 (Maced.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελοεργός: ὁ, = ἀμπελουργός, Ἀνθ. Π. 6. 56.
Greek Monotonic
ἀμπελοεργός: ὁ = ἀμπελουργός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελοεργός: ὁ Anth. = ἀμπελουργός.