ἀχειροποίητος

Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A not made by hands, of buildings and statues, Ev.Marc.14.58, 2 Ep.Cor.5.1; ἀ. περιτομή, i.e. spiritual, Ep.Col.2.11.

German (Pape)

[Seite 417] nicht mit Händen gemacht, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειροποίητος: -ον, ὁ μὴ διὰ χειρῶν πεποιημένος, ἐπὶ οἰκοδομῶν καὶ ἀγαλμάτων, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 58, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 1, Ἐκκλ.· ἀχειροποίητος περιτομή, δηλ. πνευματική, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, ΙΙ. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fait de mains d’homme.
Étymologie: ἀ, χειροποίητος.

Spanish (DGE)

-ον
1 no hecho con las manos μόρφωμα Pherecyd. en Papathomopoulos Nouveaux Fragments 12, ναός Eu.Marc.14.58, οἰκία 2Ep.Cor.5.1, περιτομή ref. a la circuncisión espiritual Ep.Col.2.11.
2 no representado manualmente, e.d. que no admite imágenes θεός en cont. no crist. IAs.Min.N.S.42 (Panfilia I/II d.C.), de Dios, Isid.Pel.Ep.M.78.1301B.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and χειροποίητος; unmanufactured, i.e. inartificial: made without (not made with) hands.

English (Thayer)

ἀχειροποίητον (χειροποίητος, which see), not made with hands: Lightfoot). (Found neither in secular authors nor in the Sept. (Winer's Grammar, § 34,3).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχειροποίητος, -ον)
(συνήθως για εικόνες) εκείνος τον οποίο δεν κατασκεύασε χέρι ανθρώπου
αρχ.
φρ. «ἀχειροποίητος περιτομή» — πνευματική περιτομή (Απ. Παύλος).

Greek Monotonic

ἀχειροποίητος: -ον, αυτός που δεν έχει κατασκευαστεί με τα χέρια, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀχειροποίητος: нерукотворный NT.