δεδίδαχα

From LSJ
Revision as of 18:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

French (Bailly abrégé)

v. διδάσκω.

Greek Monotonic

δεδίδᾰχα: δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

δεδίδαχα: pf. к διδάσκω.