ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
v. διδάσκω.
δεδίδᾰχα: δεδίδαγμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του διδάσκω.
δεδίδαχα: pf. к διδάσκω.