μετελευστέον
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
A one must punish, Luc.Fug.22.
Greek (Liddell-Scott)
μετελευστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μετέρχομαι, πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, Λουκ. Δραπέτ. 22. II. μετελευστέον τέχνην, δεῖ μετέρχεσθαι τέχνην, Ἰσιδ. Πηλ. ἐπιστ. Γ΄ 154.
Greek Monotonic
μετελευστέον: ρημ. επίθ., κάτι που πρέπει να τιμωρηθεί, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μετελευστέον: Luc. adj. verb. к μετέρχομαι 7.